- ψευδονύμφευτος
- -ον, Α(ποιητ. τ.) φρ. «γάμους... ψευδονυμφεύτους» — εικονικός γάμος (Ευρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο)-* + -νύμφευτος (< νυμφεύω)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ψευδονύμφευτον — ψευδονύμφευτος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)